- αρειμάνιος
- -α, -οεπίρρ. -α άγριος, πολεμόχαρος (συνήθως ειρωνικά): Είχε ύφος αρειμάνιο, σχεδόν προκλητικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἀρειμάνιος — angro mainyuš masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρειμάνιος — α, ο (Α ἀρειμάνιος, ον) νεοελλ. 1. ο ανδρείος, ο παλληκαράς («αρειμάνιοι πολέμαρχοι») 2. αυτός που προσπαθεί να επιδείξει ανδρισμό με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του («του απάντησε με ύφος αρειμάνιο», «εκάπνιζε αρειμανίως») αρχ. ο πλήρης… … Dictionary of Greek
Ἀρειμάνιον — Ἀρειμάνιος angro mainyuš masc/fem acc sg Ἀρειμάνιος angro mainyuš neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρειμανίοις — Ἀρειμάνιος angro mainyuš masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρειμανίου — Ἀρειμάνιος angro mainyuš masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρειμανίους — Ἀρειμάνιος angro mainyuš masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρειμανίων — Ἀρειμάνιος angro mainyuš masc/fem/neut gen pl Ἀρειμανής full of warlike frenzy masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρειμάνια — Ἀρειμάνιος angro mainyuš neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρειμάνιοι — Ἀρειμάνιος angro mainyuš masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ωρομάσδης — Περσική θεότητα, που εκπροσωπούσε το αγαθό πνεύμα και ενσάρκωνε την αγνότητα, την ωραιότητα, τη σοφία και τη δύναμη. Ο Ω. είναι η πηγή του φωτός και ο κριτής του κόσμου. Περιβάλλεται από αρχαγγέλους του πνεύματος, των στοιχείων της φωτιάς, των… … Dictionary of Greek